- πρόλοβος
- οτμήμα του οισοφάγου των πουλιών, αλλ. γκούσα, σγάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόλοβος — crop masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόλοβος — ο, ΝΑ 1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τής τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο τής πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη… … Dictionary of Greek
προλόβοις — πρόλοβος crop masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλόβου — πρόλοβος crop masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλόβους — πρόλοβος crop masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλόβῳ — πρόλοβος crop masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόλοβοι — πρόλοβος crop masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόλοβον — πρόλοβος crop masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
γκούσα — η 1. πρόλοβος τών πτηνών 2. πρήξιμο τού λαιμού 3. δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) guša < λατ. geusiae «μάγουλα» (πρβλ. γαλλ. gousse)] … Dictionary of Greek